Η συζήτηση για μια εκ νέου αναθεώρηση του Συντάγματος μας έχει ανοίξει. Σίγουρα όχι με τον καλύτερο τρόπο, αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν αρχίσει να κατατίθενται προτάσεις και να διαμορφώνονται απόψεις γύρω από τα κύρια σημεία των φημολογούμενων αλλαγών. Σε αυτή την συζήτηση θα ήθελα να συνεισφέρω τις δικές μου απόψεις, αποκρυσταλλωμένες σε δύο προτάσεις.
Η πρώτη πρόταση σχετίζεται με τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ξεκινώντας, επισημαίνω ότι ο ρόλος του Προέδρου είναι καθαρά διεκπεραιωτικός και οι περισσότερες των αρμοδιοτήτων του θα μπορούσαν να αποδοθούν στον Πρωθυπουργό ή στον Πρόεδρο της Βουλής. Η μόνη ουσιαστική του αρμοδιότητα, αυτή του άρθρου 42 του Συντάγματος, περί αναπομπής ψηφισθέντος νομοσχεδίου, δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ, με πρόσφατο παράδειγμα την τροπολογία για τις offshore των πολιτικών.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν αξίζει την βάσανο των μεσολαβούντων εκλογών η ήδη ταλαιπωρημένη χώρα μας (ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως χρησιμοποιήθηκαν από τους πολιτευόμενους οι δύο τελευταίες προεδρικές εκλογές) για την ανάδειξη ενός οργάνου που το μόνο που πράττει χωρίς προσυπογραφή υπουργού είναι να κάνει δηλώσεις μετά από εθνικές ή τοπικές επετείους και να ακούει τα κάλαντα. Τα αυτά ασφαλώς ισχύουν και για την προοπτική εκλογής του Προέδρου απευθείας από το εκλογικό σώμα. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, όπου το διακύβευμα των εκλογών οριακά είναι μη υφιστάμενο, η συνακόλουθη αυτού αποχή, θα μεγένθυνε την εν γένει απαξίωση των εκλογών. Ως εκ τούτου η παράγραφος 4 του άρθρου 32 του Συντάγματος μας πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να καταργηθεί η πρόβλεψη για διάλυση της Βουλής και η διενέργεια εκλογών μετά την τρίτη άκαρπη ψηφοφορία για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η δεύτερη πρόταση έχει ως αφορμή μια φήμη που άκουσα πρόσφατα. Υποτίθεται ότι είναι στα σκαριά μια εφαρμογή ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπου θα ανεβαίνουν όλες οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν τα ελληνικά δικαστήρια, και στην οποία θα έχουν πρόσβαση μόνο οι δικαστές. Σκοπός της εφαρμογής αυτής θα είναι να έχουν εύκολη πρόσβαση οι δικαστές σε προηγούμενες
αποφάσεις που έχουν αντιμετωπίσει το ίδιο ζήτημα με το οποίο καταπιάνονται κατά περίπτωση. Με άλλα λόγια καταστήσαμε, έστω τεχνολογικώς, την νομολογία πηγή δικαίου. Ναι μεν ο καθένας που βιώνει την δικηγορική/δικαστηριακή πραγματικότητα, διαβάζοντας την προηγούμενη πρόταση, καγχάζει και εσωτερικώς λέγει «κομίζει γλαύκας εις Αθήνας ο συνάδελφος», αλλά αυτή η άτυπη μετάβαση σε ένα καθεστώς κοινοδικαίου (common law) υπερτονίζει την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης της δικαστικής εξουσίας.
Πράγματι ενώ όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό (άρθρο 1 παρ. 3 Συντάγματος) και η δικαστική είναι μία εξ αυτών (άρθρο 26 παρ. 3) η νομιμοποίηση της προκύπτει από μία πολύ μακριά αλυσίδα. Ούτως, σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος η ανάδειξη των Προέδρων των ανωτάτων Δικαστηρίων γίνεται με Προεδρικό Διάταγμα μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. Περαιτέρω, ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων στο άρθρο 49 προβλέπει την εμπλοκή και του Υπουργού Δικαιοσύνης και της Διάσκεψης των Πρόεδρων στην όλη διαδικασία.
Εδώ λοιπόν πρέπει να περάσουμε στον αντίποδα: να προβλέψουμε ανάδειξη των Προέδρων των ανωτάτων Δικαστηρίων με εκλογή απευθείας από το λαό (ή έστω από την Βουλή). Η εκλογική διαδικασία αυτή δεν θα φέρει αναταράξεις στην οικονομία, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για κυβερνητική θέση, ούτε θα δημιουργήσει νέες πελατειακές σχέσεις αφού το εκλογικό σώμα θα είναι αρκετά μεγάλο.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι με την αφαίρεση μίας εκλογής και την προσθήκη μιας άλλης πετυχαίνουμε μία αποτελεσματικότερη και δημοκρατικότερη προσέγγιση της δημόσιας ζωής. Σαν δύο συστατικά μίας πολύ μεγάλης και ίσως δύσκολης στην εκτέλεση συνταγής, που θα διαμορφωθεί από το σύνολο των προτεινόμενων και υπαρχουσών διατάξεων, με σκοπό να αφήσει μία γεύση οικονομικής ζωής και ανάπτυξης όπου το πολιτειακό σύστημα τις αφήνει να εξελίσσονται και δεν αποτελεί τροχοπέδη.
Φώτης Ζ. Πανταζής
Δικηγόρος – LL.M in Law and Government